- μεταδοτικῆς
- μεταδοτικόςdisposed to impartfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
παραμαγούλα — η κοινή ονομασία μεταδοτικής ασθένειας που προσβάλλει κυρίως τα παιδιά, η παρωτίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μάγουλο] … Dictionary of Greek
πνευμοεντερίτιδα — η, Ν (κτην.) παλιά ονομασία ασθενειών, όπως τής μεταδοτικής πνευμονίας τών χοίρων ή τού αλόγου, η οποία συνδυάζεται πολλές φορές με εντερίτιδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumoenteritis (< πνεύμα + εντερίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
σακάι — Πόλη (περ. 818.271 κάτ.) της Ιαπωνίας στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού Χονσού, προάστιο της Οζάκας. Κατά το 15o – 16o αι. είχε μεγάλες εμπορικές σχέσεις με την Κίνα και την Πορτογαλία, αλλά από το 1635 άρχισε να παρακμάζει. Τα τελευταία χρόνια… … Dictionary of Greek